Definify.com

Definition 2024


αρχαιότερο_επάγγελμα

αρχαιότερο επάγγελμα

Greek

Noun

αρχαιότερο επάγγελμα (archaiótero epángelma) n

  1. (euphemistic) oldest profession (prostitution)

Declension

see: αρχαίος (archaíos) and επάγγελμα (epángelma)

Synonyms