Definify.com
Definition 2025
αντικειμενοστρεφής
αντικειμενοστρεφής
Greek
Adjective
αντικειμενοστρεφής • (antikeimenostrefís) m (feminine αντικειμενοστρεφής, neuter αντικειμενοστρεφές)
Declension
positive forms of αντικειμενοστρεφής
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αντικειμενοστρεφής | αντικειμενοστρεφής | αντικειμενοστρεφές | αντικειμενοστρεφείς | αντικειμενοστρεφείς | αντικειμενοστρεφή |
| genitive | αντικειμενοστρεφούς | αντικειμενοστρεφούς | αντικειμενοστρεφούς | αντικειμενοστρεφών | αντικειμενοστρεφών | αντικειμενοστρεφών |
| accusative | αντικειμενοστρεφή | αντικειμενοστρεφή | αντικειμενοστρεφές | αντικειμενοστρεφείς | αντικειμενοστρεφείς | αντικειμενοστρεφή |
Derived terms
- αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός m (antikeimenostrefís programmatismós, “object-oriented programming”)