Definify.com
Definition 2025
αντικειμενικότητα
αντικειμενικότητα
Greek
Noun
αντικειμενικότητα • (antikeimenikótita) f (uncountable)
Declension
Declension of αντικειμενικότητα (antikeimenikótita)
| singular | |
|---|---|
| nominative | αντικειμενικότητα |
| genitive | αντικειμενικότητας |
| accusative | αντικειμενικότητα |
| vocative | αντικειμενικότητα |