Definify.com

Definition 2024


ανταγωνισμός

ανταγωνισμός

Greek

Noun

ανταγωνισμός (antagonismós) m (plural ανταγωνισμοί)

  1. competition
    εμπορικός ανταγωνισμός (commercial competition)
  2. rivalry

Declension

Related terms

see: ανταγωνίζομαι (antagonízomai, to compete, to rival)