Definify.com

Definition 2024


ανασκαλεύομαι

ανασκαλεύομαι

Greek

Verb

ανασκαλεύομαι (anaskalévomai) (simple past ανασκαλεύτηκα, active form ανασκαλεύω, passive)

  1. passive of ανασκαλεύω (anaskalévo)

Conjugation