Home Search Index

Definify.com

  •  

Definition 2025


αναμνηστικός

αναμνηστικός

Greek

Adjective

αναμνηστικός • ‎(anamnistikós) m ‎(feminine αναμνηστική, neuter αναμνηστικό)

  1. commemorative
  2. repetitious, iterative

Declension

positive forms of αναμνηστικός
number 
case / gender 
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αναμνηστικός αναμνηστική αναμνηστικό αναμνηστικοί αναμνηστικές αναμνηστικά
genitive αναμνηστικού αναμνηστικής αναμνηστικού αναμνηστικών αναμνηστικών αναμνηστικών
accusative αναμνηστικό αναμνηστική αναμνηστικό αναμνηστικούς αναμνηστικές αναμνηστικά
vocative αναμνηστικέ αναμνηστική αναμνηστικό αναμνηστικοί αναμνηστικές αναμνηστικά

Related terms

  • αναμνηστικό n ‎(anamnistikó, “souvenir”)

Similar Results

© 2025 Definify.com · All rights reserved.

Privacy · About · Terms