Definify.com

Definition 2024


ανακοινώνομαι

ανακοινώνομαι

Greek

Verb

ανακοινώνομαι (anakoinónomai) (simple past ανακοινώθηκα, active form ανακοινώνω, passive)

  1. passive of ανακοινώνω (anakoinóno)

Conjugation