Definify.com

Definition 2024


ανάγκη

ανάγκη

See also: ἀνάγκη

Greek

Noun

ανάγκη (anánki) f (plural ανάγκες)

  1. (most senses) necessity
    Από ανάγκη πήγαμε μέσω Λονδίνου.Apó anánki pígame méso Londínou. ― Out of necessity we went through London.
    Το έγκλημα το έκανε από ανάγκη, και όχι από απληστία.To énklima to ékane apó anánki, kai óchi apó aplistía. ― He did the crime out of necessity, not greed.
  2. (most senses) need, want, demand
    Δεν τον ενδιαφέρει οι ανάγκες της γυναίκας του.Den ton endiaférei oi anánkes tis gynaíkas tou. ― He is not interested in his wife's needs.
    Υπάρχει καθόλου ανάγκη να καλέσουμε το ασθενοφόρο;Ypárchei kathólou anánki na kalésoume to asthenofóro? ― Is there any need for us to call the ambulance?
    Οι φίλοι στην ανάγκη φαίνονται.Oi fíloi stin anánki faínontai. ― Friends show themselves (when you're) in need.
  3. (euphemistic) call of nature (need for urination or defecation)
    Έχετε τουαλέτα; Πρέπει να κάνω την ανάγκη μου.Échete toualéta? Prépei na káno tin anánki mou. ― Do you have a toilet? I need to go.
    Με συγχωρείτε, έχω σωματική ανάγκη.Me synchoreíte, écho somatikí anánki. ― Forgive me, nature calls.

Declension

Derived terms