Definify.com

Definition 2024


αμφισβητούμαι

αμφισβητούμαι

Greek

Verb

αμφισβητούμαι (amfisvitoúmai) (simple past αμφισβητήθηκα, active form αμφισβητώ, passive)

  1. passive of αμφισβητώ (amfisvitó)

Conjugation