Definify.com

Definition 2024


αλλοιώνομαι

αλλοιώνομαι

Greek

Verb

αλλοιώνομαι (alloiónomai) (simple past αλλοιώθηκα, active form αλλοιώνω, passive)

  1. passive of αλλοιώνω (alloióno)

Conjugation