Definify.com

Definition 2024


αλλαγή

αλλαγή

Greek

Noun

αλλαγή (allagí) f (plural αλλαγές)

  1. change, differentiation, replacement (the action and the effect)
    Έκανε μια αλλαγή στις ρυθμίσεις.Ékane mia allagí stis rythmíseis. ― He made a change to the settings
    Η αλλαγή στη συμπεριφορά του ήταν απροσδόκητη.I allagí sti symperiforá tou ítan aprosdókiti. ― The change in behaviour was not expected.

Declension

Derived terms

Related terms