Definify.com

Definition 2024


αλεξίσφαιρος

αλεξίσφαιρος

Greek

Adjective

αλεξίσφαιρος (alexísfairos) m (feminine αλεξίσφαιρη, neuter αλεξίσφαιρο)

  1. bulletproof

Declension

Derived terms

  • αλεξίσφαιρο γιλέκο n (alexísfairo giléko, bulletproof vest)