Definify.com

Definition 2024


ακινητοποιούμαι

ακινητοποιούμαι

Greek

Verb

ακινητοποιούμαι (akinitopoioúmai) (simple past ακινητοποιήθηκα, active form ακινητοποιώ, passive)

  1. passive of ακινητοποιώ (akinitopoió)

Conjugation

Related terms