Definify.com

Definition 2024


αιωνιότητα

αιωνιότητα

Greek

Noun

αιωνιότητα (aioniótita) f (uncountable)

  1. eternity
    από εδώ ως την αιωνιότηταapó edó os tin aioniótita ― from here to eternity

Declension

Related terms

  • see: αιώνας m (aiónas, century, eon, eternity)