Definify.com

Definition 2024


αθρυμμάτιστος

αθρυμμάτιστος

Greek

Adjective

αθρυμμάτιστος (athrymmátistos) m (feminine αθρυμμάτιστη, neuter αθρυμμάτιστο)

  1. unbroken, unshattered, not smashed
  2. unbreakable

Declension

Related terms

Antonyms