Definify.com

Definition 2024


αγοραστικός

αγοραστικός

Greek

Adjective

αγοραστικός (agorastikós) m (feminine αγοραστική, neuter αγοραστικό)

  1. buying, purchasing
    οι αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων καταναλωτών
    the purchasing habits of the Greek consumer
    το αγοραστικό κοινό
    the buying public

Declension

Related terms

see: αγορά f (agorá, market, bazaar)