Definify.com

Definition 2024


αγελαδινός

αγελαδινός

Greek

Alternative forms

Adjective

αγελαδινός (ageladinós) m (feminine αγελαδινή, neuter αγελαδινό)

  1. of or related to cow or cow's milk
    αγελαδινό βούτυρο, γιαούρτι και τυρί
    cow's milk butter, yogourt and cheese

Declension

Related terms

see: αγέλη f (agéli, herd)