Definify.com

Definition 2024


αγγλοσαξωνικός

αγγλοσαξωνικός

Greek

Adjective

αγγλοσαξωνικός (anglosaxonikós) m (feminine αγγλοσαξωνική, neuter αγγλοσαξωνικό)

  1. Alternative form of αγγλοσαξονικός (anglosaxonikós)

Declension

Related terms