Definify.com

Definition 2024


αγγλικό_κόρνο

αγγλικό κόρνο

Greek

Noun

αγγλικό κόρνο (anglikó kórno) n (plural αγγλικά κόρνα)

  1. (music) cor anglais, English horn (type of woodwind instrument)

Declension

see: αγγλικός (anglikós) and κόρνο (kórno)

Synonyms

Coordinate terms

External links