Definify.com

Definition 2024


Παλαιοπροτεροζωικός

Παλαιοπροτεροζωικός

Greek

Noun

Παλαιοπροτεροζωικός (Palaioproterozoikós) m (uncountable)

  1. (geology) Paleoproterozoic
    ο Παλαιοπροτεροζωικός αιώναςo Palaioproterozoikós aiónas ― the Paleoproterozoic era

Declension

Related terms

See also

  • Appendix:Geologic timescale (Greek)

External links

παλαιοπροτεροζωικός

παλαιοπροτεροζωικός

Greek

Adjective

παλαιοπροτεροζωικός (palaioproterozoikós) m (feminine παλαιοπροτεροζωική, neuter παλαιοπροτεροζωικό)

  1. (geology) Paleoproterozoic

Declension

Related terms

See also

  • Appendix:Geologic timescale (Greek)

External links