Definify.com

Definition 2024


Αναστάσεως

Αναστάσεως

Greek

Proper noun

Αναστάσεως (Anastáseos) f

  1. Genitive singular form of Ανάσταση (Anástasi).

αναστάσεως

αναστάσεως

Greek

Noun

αναστάσεως (anastáseos) f

  1. Genitive singular form of ανάσταση (anástasi).