Definify.com

Definition 2024


Αναλήψεως

Αναλήψεως

See also: αναλήψεως

Greek

Noun

Αναλήψεως (Analípseos) f

  1. Genitive singular form of Ανάληψη (Análipsi).

αναλήψεως

αναλήψεως

See also: Αναλήψεως

Greek

Noun

αναλήψεως (analípseos) f

  1. genitive singular of ανάληψη (análipsi)