Definify.com

Definition 2024


Όμηρο

Όμηρο

See also: όμηρο

Greek

Proper noun

Όμηρο (Ómiro) m

  1. Accusative singular form of Όμηρος (Ómiros).

όμηρο

όμηρο

See also: Όμηρο

Greek

Noun

όμηρο (ómiro) c

  1. Accusative singular form of όμηρος (ómiros).