Definify.com
Definition 2024
πολωνικός
πολωνικός
Greek
Alternative forms
- πολωνέζικος (polonézikos)
Adjective
πολωνικός • (polonikós) m (feminine πολωνική, neuter πολωνικό)
- Polish (relating to Poland or its people or language)
Declension
positive forms of πολωνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολωνικός | πολωνική | πολωνικό | πολωνικοί | πολωνικές | πολωνικά |
genitive | πολωνικού | πολωνικής | πολωνικού | πολωνικών | πολωνικών | πολωνικών |
accusative | πολωνικό | πολωνική | πολωνικό | πολωνικούς | πολωνικές | πολωνικά |
vocative | πολωνικέ | πολωνική | πολωνικό | πολωνικοί | πολωνικές | πολωνικά |
Related terms
- see: Πολωνία f (Polonía, “Poland”)