Definify.com

Definition 2024


κακάσχημος

κακάσχημος

Greek

Adjective

κακάσχημος (kakáschimos) m (feminine κακάσχημη, neuter κακάσχημο)

  1. (pejorative) exceptionally ugly, ugly as sin, hideous
    Αυτή είναι όμορφη αλλά η αδερφή της είναι κακάσχημη.Aftí eínai ómorfi allá i aderfí tis eínai kakáschimi. ― She's beautiful, but her sister is as ugly as sin.

Declension

Related terms