Definify.com
Definition 2024
αισθητικός
αισθητικός
See also: αἰσθητικός
Greek
Adjective
αισθητικός • (aisthitikós) m (feminine αισθητική, neuter αισθητικό)
Declension
positive forms of αισθητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθητικός | αισθητική | αισθητικό | αισθητικοί | αισθητικές | αισθητικά |
genitive | αισθητικού | αισθητικής | αισθητικού | αισθητικών | αισθητικών | αισθητικών |
accusative | αισθητικό | αισθητική | αισθητικό | αισθητικούς | αισθητικές | αισθητικά |
vocative | αισθητικέ | αισθητική | αισθητικό | αισθητικοί | αισθητικές | αισθητικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αισθητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αισθητικός, etc.) |
Noun
αισθητικός • (aisthitikós) m, f (plural αισθητικοί)
Declension
declension of αισθητικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αισθητικός | αισθητικοί |
genitive | αισθητικού | αισθητικών |
accusative | αισθητικό | αισθητικούς |
vocative | αισθητικέ | αισθητικοί |
Related terms
- αισθητική f (aisthitikí, “aethetics”)