Definify.com
Definition 2024
Κωνσταντινούπολις
Κωνσταντινούπολις
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /konstantinúpolis/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /kõstantinúpolis/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /kostãdinúpolis/
Proper noun
Κωνσταντῑνούπολις • (Kōnstantīnoúpolis) f (genitive Κωνσταντινουπόλεως); third declension
Inflection
Third declension of Κωνσταντινούπολῐς, Κωνσταντινουπόλεως
Case / # | Singular |
---|---|
Nominative | ἡ Κωνσταντινούπολῐς |
Genitive | τῆς Κωνσταντινουπόλεως |
Dative | τῇ Κωνσταντινουπόλει |
Accusative | τὴν Κωνσταντινούπολῐν |
Vocative | Κωνσταντινούπολῐ |
Third declension of Κωνσταντινούπολῐς, Κωνσταντινουπόλιος
Case / # | Singular |
---|---|
Nominative | ἡ Κωνσταντινούπολῐς |
Genitive | τῆς Κωνσταντινουπόλιος |
Dative | τῇ Κωνσταντινουπόλῑ, Κωνσταντινουπόλει |
Accusative | τὴν Κωνσταντινούπολῐν |
Vocative | Κωνσταντινούπολῐ |
Derived terms
- Κωνσταντινουπολίτης (Kōnstantinoupolítēs)
Descendants
- English: Constantinople
- Greek: Κωνσταντινούπολις (Konstantinoúpolis); Κωνσταντινούπολη (Konstantinoúpoli)
- Latin: Constantinopolis
- Russian: Константинополь (Konstantinopolʹ)
- Turkish: Konstantiniyye; Kostantiniyye; Konstantinopolis