Definify.com

Definition 2024


ἁρπάζω

ἁρπάζω

See also: αρπάζω

Ancient Greek

Verb

ἁρπάζω (harpázō)

  1. to snatch away, carry off
  2. to seize hastily, snatch up
  3. to seize, overpower
  4. to plunder

Inflection

Derived terms

  • ἀφαρπάζω (apharpázō)
  • ἀναρπάζω (anarpázō)
  • διαρπάζω (diarpázō)
  • εἰσαρπάζω (eisarpázō)
  • ἐξαρπάζω (exarpázō)
  • ἐφαρπάζω (epharpázō)
  • καθαρπάζω (katharpázō)
  • παραρπάζω (pararpázō)
  • προαρπάζω (proarpázō)
  • συναρπάζω (sunarpázō)
  • ὑπεραρπάζομαι (huperarpázomai)
  • ὑφαρπάζω (hupharpázō)

Related terms

  • ἀρπάγδην (arpágdēn)
  • ἀρπαγεύς (arpageús)
  • ἀρπάγη (arpágē)
  • ἀρπαγή (arpagḗ)
  • ἀρπαγιμαῖος (arpagimaîos)
  • ἀρπάγιμος (arpágimos)
  • ἄρπαγμα (árpagma)
  • ἀρπαγμός (arpagmós)
  • ἀρπακτήρ (arpaktḗr)
  • ἀρπακτήριος (arpaktḗrios)
  • ἀρπακτικός (arpaktikós)
  • ἀρπακτός (arpaktós)
  • ἁρπαλέος (harpaléos)
  • ἅρπαξ (hárpax)
  • ἅρπη (hárpē)
  • Ἅρπυια (Hárpuia)

Descendants

References