Definify.com
Definition 2025
ψυχοθεραπεία
ψυχοθεραπεία
Greek
Noun
ψυχοθεραπεία • (psychotherapeía) f (plural ψυχοθεραπείες)
- (psychology) psychotherapy
Declension
declension of ψυχοθεραπεία
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ψυχοθεραπεία | ψυχοθεραπείες |
| genitive | ψυχοθεραπείας | ψυχοθεραπειών |
| accusative | ψυχοθεραπεία | ψυχοθεραπείες |
| vocative | ψυχοθεραπεία | ψυχοθεραπείες |