Definify.com

Definition 2024


χειμερινό_ηλιοστάσιο

χειμερινό ηλιοστάσιο

Greek

Noun

χειμερινό ηλιοστάσιο (cheimerinó iliostásio) n (plural χειμερινά ηλιοστάσια)

  1. winter solstice

Related terms

External links