Definify.com

Definition 2024


χαμηλό_ανάγλυφο

χαμηλό ανάγλυφο

Greek

Noun

χαμηλό ανάγλυφο (chamiló anáglyfo) n (plural χαμηλά ανάγλυφα)

  1. (art) low relief, bas relief

Declension

see: χαμηλός (chamilós) and ανάγλυφο (anáglyfo)