Definify.com
Definition 2025
φαστφουντάδικο
φαστφουντάδικο
Greek
Noun
φαστφουντάδικο • (fastfountádiko) n (plural φαστφουντάδικα)
Declension
declension of φαστφουντάδικο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | φαστφουντάδικο | φαστφουντάδικα |
| genitive | φαστφουντάδικου | φαστφουντάδικων |
| accusative | φαστφουντάδικο | φαστφουντάδικα |
| vocative | φαστφουντάδικο | φαστφουντάδικα |
Synonyms
- ταχυφαγείο n (tachyfageío)