Definify.com
Definition 2025
φαντασίωση
φαντασίωση
Greek
Noun
φαντασίωση • (fantasíosi) f (plural φαντασιώσεις)
Declension
declension of φαντασίωση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | φαντασίωση | φαντασιώσεις |
| genitive | φαντασίωσης / φαντασιώσεως | φαντασιώσεων |
| accusative | φαντασίωση | φαντασιώσεις |
| vocative | φαντασίωση | φαντασιώσεις |