Definify.com
Definition 2025
τρισεκατομμύριο
τρισεκατομμύριο
Greek
Noun
τρισεκατομμύριο • (trisekatommýrio) n (plural τρισεκατομμύριο)
Declension
declension of τρισεκατομμύριο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | τρισεκατομμύριο | τρισεκατομμύρια |
| genitive | τρισεκατομμύριου / τρισεκατομμυρίου | τρισεκατομμύριων / τρισεκατομμυρίων |
| accusative | τρισεκατομμύριο | τρισεκατομμύρια |
| vocative | τρισεκατομμύριο | τρισεκατομμύρια |
Coordinate terms
- see: Greek number and measurement