Definify.com
Definition 2024
τραπεζικέ
τραπεζικέ
Greek
Noun
τραπεζικέ • (trapeziké)
- Vocative masculine singular form of τραπεζικός (trapezikós).
Noun
τραπεζικέ • (trapeziké) m
- Vocative singular form of τραπεζικός (trapezikós).
τραπεζικέ • (trapeziké)
τραπεζικέ • (trapeziké) m