Definify.com
Definition 2025
τηλεχειριστήριο
τηλεχειριστήριο
Greek
Noun
τηλεχειριστήριο • (tilecheiristírio) n (plural τηλεχειριστήρια)
Declension
declension of τηλεχειριστήριο
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | τηλεχειριστήριο | τηλεχειριστήρια |
| genitive | τηλεχειριστήριου | τηλεχειριστήριων |
| accusative | τηλεχειριστήριο | τηλεχειριστήρια |
| vocative | τηλεχειριστήριο | τηλεχειριστήρια |
Synonyms
- τηλεκοντρόλ n (tilekontról)