Definify.com

Definition 2024


τεχνητές_νοημοσύνές

τεχνητές νοημοσύνές

Greek

Noun

τεχνητές νοημοσύνές (technités noimosýnés) f

  1. Plural form of τεχνητή νοημοσύνη (technití noimosýni).