Definify.com
Definition 2024
τελικά
τελικά
Greek
Adverb
τελικά • (teliká)
Synonyms
- (all meanings): επιτέλους (epitélous)
Adjective
τελικά • (teliká)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of τελικός (telikós).
τελικά • (teliká)
τελικά • (teliká)