Definify.com

Definition 2024


τάφρος

τάφρος

Greek

Noun

τάφρος (táfros) f (plural τάφροι)

  1. moat, fosse
  2. large ditch, large trench
  3. marine trench
    ωκεάνια τάφρος: η τάφρος των Μαριανών   (ocean trench: Mariana Trench)

Declension

See also

  • όρυγμα n (órygma, trench)
  • αυλάκι n (avláki, irrigation ditch)
  • χαντάκι n (chantáki, gutter, ditch)