Definify.com

Definition 2024


στρουθοκάμηλος

στρουθοκάμηλος

Greek

Noun

στρουθοκάμηλος (strouthokámilos) f (plural στρουθοκάμηλοι)

  1. (ornithology) ostrich, Struthio camelus.

Declension

Related terms

  • στρουθοκαμηλίζω (strouthokamilízo)
  • στρουθοκαμηλισμός m (strouthokamilismós)
  • στρουθοκαμηλικός (strouthokamilikós) (adjective)

External links