Definify.com

Definition 2024


στοματικά

στοματικά

Greek

Adjective

στοματικά (stomatiká)

  1. Nominative neuter plural form of στοματικός (stomatikós).
  2. Accusative neuter plural form of στοματικός (stomatikós).
  3. Vocative neuter plural form of στοματικός (stomatikós).