Definify.com
Definition 2025
στοιχειοθέτρια
στοιχειοθέτρια
Greek
Noun
στοιχειοθέτρια • (stoicheiothétria) f (plural στοιχειοθέτρια, masculine στοιχειοθέτης)
Declension
declension of στοιχειοθέτρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | στοιχειοθέτρια | στοιχειοθέτριες |
| genitive | στοιχειοθέτριας | στοιχειοθετριών |
| accusative | στοιχειοθέτρια | στοιχειοθέτριες |
| vocative | στοιχειοθέτρια | στοιχειοθέτριες |