Definify.com

Definition 2024


στην_ώρα_μου

στην ώρα μου

Greek

Phrase

στην ώρα μου (stin óra mou)

  1. on time

Usage notes

Meaning literally, in the first person singular, "is at my time" the personal pronoun follows the subject of the sentence:

Είμαι στην ώρα μου. (I am on time)
Ο Κώστας είναι στην ώρα του. (Kostas is on time)
Η Ελένη ήταν στην ώρα της. (Eleni was on time)
Πληρώνουν στην ώρα τους. (They pay on time)

Synonyms