Definify.com

Definition 2024


σκεπτικιστής

σκεπτικιστής

Greek

Noun

σκεπτικιστής (skeptikistís) m (plural σκεπτικιστές, feminine σκεπτικίστρια)

  1. sceptic

Declension

Related terms

  • and see: σκέψη f (sképsi, thought)