Definify.com
Definition 2025
σελιδοδείκτης
σελιδοδείκτης
Greek
Noun
σελιδοδείκτης • (selidodeíktis) m (plural σελιδοδείκτες)
Declension
declension of σελιδοδείκτης
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | σελιδοδείκτης | σελιδοδείκτες |
| genitive | σελιδοδείκτη | σελιδοδεικτών |
| accusative | σελιδοδείκτη | σελιδοδείκτες |
| vocative | σελιδοδείκτη | σελιδοδείκτες |