Definify.com

Definition 2024


σεισμογράφοι

σεισμογράφοι

Greek

Noun

σεισμογράφοι (seismográfoi) m

  1. Nominative plural form of σεισμογράφος (seismográfos).
  2. Vocative plural form of σεισμογράφος (seismográfos).