Definify.com

Definition 2024


σείω

σείω

Ancient Greek

Alternative forms

  • σίω (síō) Poetic

Verb

σείω (seíō)

  1. (transitive) I shake
    1. (of earthquakes)
    2. (figuratively) I disturb, agitate
    3. (Attic) I blackmail
  2. (passive, intransitive) I shake
    1. I move to and fro
  3. (middle voice) I shake
    1. I shake myself

Inflection

Derived terms

  • ἀνᾰσείω (anaseíō)
  • ἀποσείω (aposeíō)
  • δῐᾰσείω (diaseíō)
  • ἐκσείω (ekseíō)
  • ἐνσείω (enseíō)
  • ἐπῐσείω (episeíō)
  • κᾰτᾰσείω (kataseíō)
  • πᾰρᾰσείω (paraseíō)
  • περισείομαι (periseíomai)
  • προσείω (proseíō)
  • σεισάχθειᾰ (seisákhtheia)
  • σεισίφυλλος (seisíphullos)
  • σεισίχθων (seisíkhthōn)
  • σεισοκέφᾰλος (seisoképhalos)
  • σεισόλοφος (seisólophos)
  • σεισπῡγίς (seispūgís)
  • σῠσσείω (susseíō)
  • ὑποσείω (huposeíō)

Related terms

  • σεῖσῐς (seîsis)
  • σεῖσμᾰ (seîsma)
  • σεισμός (seismós)
  • σειστής (seistḗs)
  • σειστός (seistós)
  • σεῖστρον (seîstron)
  • σεῖστρος (seîstros)
  • σείσων (seísōn)

References