Definify.com

Definition 2024


πυραμιδικό

πυραμιδικό

Greek

Adjective

πυραμιδικό (pyramidikó)

  1. Accusative masculine singular form of πυραμιδικός (pyramidikós).
  2. Nominative neuter singular form of πυραμιδικός (pyramidikós).
  3. Accusative neuter singular form of πυραμιδικός (pyramidikós).
  4. Vocative neuter singular form of πυραμιδικός (pyramidikós).