Definify.com
Definition 2025
πρόκληση
πρόκληση
Greek
Noun
πρόκληση • (próklisi) f (plural προκλήσεις)
Declension
declension of πρόκληση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | πρόκληση | προκλήσεις |
| genitive | πρόκλησης / προκλήσεως | προκλήσεων |
| accusative | πρόκληση | προκλήσεις |
| vocative | πρόκληση | προκλήσεις |