Definify.com

Definition 2024


προϋπολογισμός

προϋπολογισμός

Greek

Noun

προϋπολογισμός (proÿpologismós) m (plural προϋπολογισμοί)

  1. (finance) budget
  2. (finance) estimate

Declension

Related terms

  • προϋπολογίζω (proÿpologízo, to budget)